- αερογαστρία
- η Ιατρ.διάταση τού στομάχου από αέρα, αποτέλεσμα κατά κανόνα αεροφαγίας βλ. λ..[ΕΤΥΜΟΛ. < aerogastria, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ἀήρ + γαστήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek